μονάλυσις

μονάλυσις
μον-άλῠσις [ᾰ], εως, ,
A single chain, Poll.10.167.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μονάλυσις — μονάλυσις, εως, ἡ (Α) η μόνη αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἅλυσις (πρβλ. χειρο άλυσις)] …   Dictionary of Greek

  • μονάλυσις — single chain fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”